- ανάβαθρο
- το (Α ἀνάβαθρον)νεοελλ.χτιστή σκάλα μπροστά στην είσοδο κτηρίου, που αποτελείται από λίγα σκαλοπάτια και οδηγεί σε πλατύσκαλοαρχ.ψηλό κάθισμα ή θρόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + βάθρον < βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάβαθρο — το εξωτερική σκάλα με λίγα σκαλιά μπροστά από την είσοδο κτιρίου: Το ανάβαθρο ήταν από λευκό μάρμαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek
ξυλικός — ή, ό (Α ξυλικός, ή, όν) [ξύλον] το θηλ. ως ουσ. η ξυλική ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία τού δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία αρχ. 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο 2 … Dictionary of Greek
πούλπιτον — το, Μ 1. εξέδρα, πλατφόρμα 2. σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulpitum «ανάβαθρο, σκηνή θεάτρου»] … Dictionary of Greek